τρύγγας

τρύγγας
τρύγγας, , v. l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τρύγγας — (I) ὁ, Α είδος ζώου, ο πύγαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. τού πύγαργος]. (II) ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus τής οικογένειας σκολοπακίδες …   Dictionary of Greek

  • τύϊγγα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀρνιθάριόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τον τ. τρύγγας, εκτός αν πρέπει να αναγνωστεί ἴυγγα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”